Το μεγαλείο της συγχώρεσης

«Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ’ αγαπώ και μία συγγνώμη» (Μ. Λουντέμης)

Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε τα φωτισμένα μπαλκόνια στη γειτονιά της. Οι χρυσαφιές αντανακλάσεις τους τρεμόπαιζαν στη συστάδα των δένδρων απέναντι. Η Νέλλυ ανάσανε βαθιά. «Παραμονή Πρωτοχρονιάς και φέτος» ψιθύρισε, όταν άκουσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου: «Νέλλυ μου πολύχρονη να είσαι! Μόλις φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη», άκουσε τη χαρούμενη φωνή της Κατίνας. «Αδερφούλα μου καλωσορίσατε. Σ ’ευχαριστώ! Έρχεται ο Ιάκωβος να σας πάρει.

Κλείνοντας χαμογελαστή το τηλέφωνο, έκανε μια τελευταία επιθεώρηση στο χώρο. Τα πάντα πεντακάθαρα και ιδιαίτερα τακτοποιημένα. Στο τραπέζι της μοσχοβολούσε η βασιλόπιττα κι από την κουζίνα έρχονταν οι ευωδιές από τη γαλοπούλα που ψηνόταν στο φούρνο. Δεν ήταν μόνο η τελευταία μέρα του χρόνου, ήταν και η μέρα των γενεθλίων της. «Δεν θέλω να σκέφτομαι τα πόσα κλείνω. Ένα κεράκι θα σβήσω. Μαζί με την καινούργια χρονιά που θα μπαίνει, θα προχωρήσω κι εγώ», σκέφτηκε. Έριξε στο δρόμο μια ανυπόμονη ματιά. Ο Ιάκωβος, ο σύζυγός της, πήγε στο αεροδρόμιο να υποδεχθεί την αδερφή της που έφθασε κιόλας από τη Λευκωσία, μαζί με την εγγονούλα της την Κατερίνα. Κοίταξε το είδωλό της στο μεγάλο καθρέφτη ικανοποιημένη. Το ξέρει πως δεν υπήρξε ποτέ  όμορφη. Αν κάποιος προσπαθούσε να την περιγράψει θα μιλούσε για μια ώριμη γυναίκα, έντονα μελαχρινή, κοντούλα και παχουλή. Όμως το συνηθισμένο της πρόσωπο φωτιζόταν από τις πράσινες ανταύγειες των σχεδόν πάντα υγρών καστανών της ματιών.  Σήμερα φρόντισε ιδιαίτερα τον εαυτό της. Τα πλούσια  μαλλιά της που έχουν γκριζάρει τα μάζεψε σε έναν όμορφο κότσο.  Φόρεσε μια όμορφη γαλάζια μπλούζα με μανίκια από μουσελίνα κι ένα απλό μαύρο παντελόνι. Στόλισε το λαιμό της με τον χρυσό της σταυρό κι ένιωσε έτοιμη. «Σε λίγο θα φθάσουν», σκέφτηκε ανυπόμονα. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο και η σκέψη της βυθίστηκε  στο χρόνο.

            Η Νέλλυ Παγκαλίδου ήρθε σαν πρόσφυγας στη Ελλάδα τη δεκαετία του 1990, όταν ξεκίνησε η αστάθεια στον μετασοβιετικό χώρο, άρχισαν να αναπτύσσονται τα εθνικιστικά κινήματα και ο εμφύλιος πόλεμος στη Γεωργία. Η Σοβιετική Ένωση είχε πλέον διαλυθεί. Όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις και τα βίαια επεισόδια  μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζιών στην αρχή κι ο εμφύλιος στη συνέχεια, η ήσυχη  ζωή των κατοίκων είχε διαταραχθεί και η ειρήνη διακυβεύονταν. Μέχρι τότε οι άνθρωποι ζούσαν φιλήσυχοι κι αγαπημένοι. Μετά όλα ανατράπηκαν.

            Γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στο Ρουστάβι από γονείς Ελληνοπόντιους. Πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια μαζί με τη δίδυμη αδερφή της και τον αδερφό της. Σε αντίθεση με τ’ αδέλφια  της – η Κατίνα  έγινε μαθηματικός κι ο αδερφός της πολιτικός μηχανικός – η  Νέλλυ δεν τα ήθελε και πολύ τα  γράμματα. Στο σχολείο ήταν μέτρια μαθήτρια. Της άρεσε όμως  να σχεδιάζει και να ράβει ρούχα. Στο Ρουστάβι σπούδασε μοντελίστ κι άρχισε γρήγορα να εργάζεται σε ένα μεγάλο  ατελιέ.

Τον άνδρα της τον Ιάκωβο τον γνώρισε σε ένα γλέντι, στο σπίτι κοινών τους φίλων. Ο Ιάκωβος ήταν φίλος του αδερφού της και  δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο, σαν χημικός μηχανικός. Ήταν όμορφος άνδρας, μελαχρινός με μέτριο ανάστημα, γεροδεμένος. Είχε πλούσια καστανά μαλλιά και υπέροχο χαμόγελο, χάρη στα λευκά δόντια του. Κι ακόμη ντυνόταν μοντέρνα, χόρευε καταπληκτικά κι ήταν περιζήτητος. Η Νέλλυ πήγε να χάσει τα λόγια της όταν εκείνος της έσφιξε το χέρι. Ήταν κι αυτή πολύ περιποιημένη και έλαμπε μέσα στο καινούργιο της τουρκουάζ φόρεμα που σχεδίασε η ίδια. Με τα καινούργια καστόρινα γοβάκια της και τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά. Αλλά στη γιορτή υπήρχαν πολύ πιο όμορφες κοπέλες από εκείνη. «Δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσει να με κοιτάξει», σκεφτόταν. Αλλά, όταν τον είδε να πλησιάζει προς το μέρος της και της ζήτησε να χορέψουν, όλα άλλαξαν.

Εκείνο το βράδυ η Νέλλυ τον ερωτεύτηκε. Ήταν αυτό που λένε ‘’έρωτας με την πρώτη ματιά’’. Ο Ιάκωβος έγινε γι’ αυτήν ο ένας και μοναδικός. Ο άνθρωπός της. Όταν μετά τον πρώτο χορό την έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του, ένιωσε να ανεβαίνει στους επτά ουρανούς. Ήθελε εκείνη η στιγμή να κρατήσει για πάντα. Άρχισαν να συναντιούνται τα βράδια μετά τη δουλειά, σύντομα έγιναν αχώριστοι. Σχετίστηκαν και όπως άρμοζε στα ήθη του τόπου,  σύντομα παντρεύτηκαν. Ζούσαν αρμονικά τον πρώτο καιρό. Ήταν ευτυχισμένα με τον δικό τους τρόπο. Είχαν τις δουλειές τους, τις οικογένειες, τους φίλους τους. Προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους, όταν ξεκίνησαν οι ταραχές στη χώρα. Μετά πυκνά σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό τους κι ο εμφύλιος γκρέμισε τα όνειρα που έχτιζαν. Όταν ο Ιάκωβος έχασε τη δουλειά του, ο Οδυσσέας ο αδερφός της σκοτώθηκε κι η δίδυμη αδερφή της, η  Κατίνα, ετοιμαζόταν να φύγει στην Ελλάδα, πήραν κι αυτοί τη μεγάλη απόφαση. Άλλωστε εκείνη τη δεκαετία είχε ξεκινήσει ο επαναπατρισμός πολλών Ελληνοποντίων.

Ήταν όντως μεγάλη η απόφασή τους, μεγάλο το ρίσκο αλλά δεν είχαν επιλογές.  Στο πολύωρο ταξίδι της επιστροφής τους στην Ελλάδα η Νέλλυ απέβαλε. Δεν είχε χρόνο για να θρηνήσει. Έπρεπε να είναι στιβαρή, σκληρή, δυνατή. Έσφιξε τα χείλη, τα μάτια της ήταν κόκκινα κι υγρά όμως δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. « Είσαι δυνατή», έλεγε στον εαυτό της «είσαι νέα, θα πιάσεις άλλο παιδί». Έμειναν στη Θεσσαλονίκη και τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ σκληρά γι’ αυτούς. Ο Ιάκωβος δεν έβρισκε δουλειά. Μέχρι να αναγνωρίσει το πτυχίο του έκανε οποιαδήποτε περιστασιακή δουλειά. Ήταν ξένοι στον τόπο τους, οι ‘’ρωσοπόντιοι’’, όπως τους έλεγαν. Συναναστρεφόταν μονάχα την αδερφή της κι άλλους ομοεθνείς. Μετά έφυγε η Κατίνα. Βρήκε καλύτερη δουλειά στην Κύπρο κι εγκαταστάθηκε εκεί.

Η Νέλλυ αποδείχτηκε δραστήρια. Αν και από τη φύση της ήταν ντροπαλή και χαμηλών τόνων, έκανε προσπάθειες να κοινωνικοποιηθεί. Μια Κυριακή, βγαίνοντας από την Αγία Αικατερίνη μετά τη λειτουργία, γνώρισε μια ηλικιωμένη κυρία, που αποδείχθηκε ο καλός της άγγελος. Η Νέλλυ δεν την ήξερε την κυρία, όμως το νηφάλιο και έντιμο βλέμμα της,  την έκανε να δεχθεί την πρόσκληση για καφέ στο σπίτι της. Εκείνη τη μέρα εξομολογήθηκαν πολλά η μια στην άλλη. Η Νέλλυ της είπε για τον ξεριζωμό και τις δυσκολίες της, για τον άνδρα της που δεν έβρισκε δουλειά ακόμα και για το μωρό που έχασε. Η κυρία έδειχνε να την καταλαβαίνει.  Ήξερε καλά τη σημασία των λέξεων:  φτώχεια,  ανέχεια,  ανεργία. Της είχε βιώσει στο πετσί της. Άκουγε προσεκτικά, κοιτάζοντας με ενσυναίσθηση τα υγρά της μάτια.

«Που μένετε; Και τι ξέρεις να κάνεις; τη ρώτησε.

«Δεν έχουμε μόνιμο σπίτι εδώ και μήνες. Στη χώρα μου δούλευα σε ατελιέ. Σχεδίαζα κι έραβα ρούχα. Όμως εδώ μπορώ να κάνω οποιαδήποτε δουλειά», απάντησε.     

 Η κυρία,  εγγυήθηκε για  να νοικιάσουν με τον Ιάκωβο μια φτηνή γκαρσονιέρα   στη γειτονιά της και τη βοήθησε να μετακομίσει. Ακόμη, της πρότεινε να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού της κι αν θέλει να τη  συστήσει σε άλλες κυρίες. Δέχτηκε με δάκρυα χαράς. Έτσι ξεκίνησε μια βαθιά σχέση φιλίας που κράτησε πάνω από τρεις δεκαετίες.

Άρχισε να καθαρίζει τα σπίτια πολλών οικογενειών. Ήταν τόσο καλή, έντιμη και αποτελεσματική που σύντομα έγινε περιζήτητη.  Εργαζόταν διακριτικά, ήταν λιγόλογη και σε όποιο σπίτι έμπαινε την εμπιστευόταν απόλυτα. Και επιπλέον επιδιόρθωνε  όλα τα ρούχα τους που είχαν πρόβλημα. Άρχισε σιγά – σιγά να αποκτά φίλες στη γειτονιά, να της επισκέπτεται τα απογεύματα για κανένα καφεδάκι. Όμως δεν μιλούσε για τα προσωπικά της. Μονάχα για το πόσο πολύ της άρεσε να σχεδιάζει ρούχα τα βράδια. Αλλά και για τον Ιάκωβο που δεν στέριωνε σε καμμιά δουλειά, αλλά εκείνη τον αγαπούσε, τον φρόντιζε και τον νοιαζόταν πολύ.

Περισσότερο συνδέθηκε με την Ευδοκία, την  κοπέλα που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα. Κάποια απογεύματα την επισκεπτόταν μετά τη δουλειά κι άρχισε να την νιώθει φίλη, να την εμπιστεύεται. Πήγαινε περιποιημένη  και φροντισμένη. Έραβε μόνη της τα ρούχα της. Αγόραζε φτηνά υφάσματα από τη λαϊκή και δημιουργούσε πολύ όμορφα κομμάτια. «Νέλλυ τι όμορφη μπλούζα. Χρυσοχέρα είσαι!»

«Να σου φτιάξω ό,τι θέλεις», απαντούσε, χαμογελώντας σεμνά.  Δεν ήθελε να υστερεί σε τίποτε. Λιγομίλητη, ήρεμη, και μετρημένη, την αποκαλούσαν ‘’ήρεμη δύναμη’’.

  Γι’ αυτό η Ευδοκία κάτι υποπτεύθηκε, όταν εκείνο το απόγευμα  της χτύπησε το θυροτηλέφωνο ρωτώντας την αν είναι μόνη.  Και μόλις την αντίκρισε αναστατωμένη, χλωμή, απεριποίητη, με τα ρούχα της δουλειάς κατάλαβε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.

 «Πουλάκι μου γιατί είσαι συννεφιασμένη; » τη ρώτησε.

Η Νέλλυ ήταν αναμαλλιασμένη, τα χείλη της είχαν γίνει μια γραμμή, τα μάτια κατακόκκινα και βλέμμα  της φευγάτο. Κοίταζε μια το πάτωμα και μια το ταβάνι, τρέμοντας από τη σύγχυση.

«Ευδοκία μου μου θέλω να σου μιλήσω», κατάφερε να ψιθυρίσει. « Ο άνδρας μου με απατά. Τώρα αυτή τη στιγμή που μιλάμε πρέπει να βρίσκεται μαζί της. Ευτυχία καταρρέω».

 Άρχισε έναν μονόλογο δραματικό με φωνή παλλόμενη, γεμάτο ένταση αλλά και παύσεις. Η Ευτυχία άκουγε την αφήγηση της ιστορίας. Μιας ιστορίας  τόσο κοινότυπης και θλιβερής. Την άκουγε χωρίς να τη διακόπτει:

«Είμαι ερωτευμένη με τον Ιάκωβο δεν θέλω να τον χάσω. Γι’  αυτό δουλεύω πολύ, γι’ αυτόν πασχίζω. Να είναι πάντα φροντισμένος, να φορά όμορφα ρούχα, πάντα ‘’του κουτιού’’. Δεν με αγάπησε, δεν με ερωτεύτηκε ίσως ποτέ. Ήμουν μονάχα είκοσι όταν τον πρωτογνώρισα, δεν το κατάλαβα. Γνώριζα μονάχα τα δικά μου αισθήματα. Το ξέρω πως είναι ανοιχτομάτης, του αρέσουν τα θηλυκά. Κι άλλες φορές έκανα τα στραβά μάτια, όμως τώρα κάτι σοβαρό συμβαίνει. Πριν από κάποιους μήνες τη συναντήσαμε σ’ ένα γάμο την κυρία, την τσούλα πιο σωστά. Ο άνδρας της ο Πρόδρομος είναι στενός φίλος με τον δικό μου. Μαρίκα τη λένε κι είναι μια νέα γυναίκα, γύρω  στα τριάντα πολύ φανταχτερή. Με το ‘’καλημέρα’’ καταλαβαίνεις πως βράζει το αίμα της. Είναι και είκοσι χρόνια νεότερη, βγάλε συμπέρασμα. Είναι απ’ αυτές τις παστρικές που δεν μπορούν να μείνουν μ’ έναν άνδρα. Να φανταστείς στο γάμο ήταν η πιο λαμπερή παρουσία. Ξανθές ανταύγειες το μαλλί, έντονο μακιγιάζ, σαρκώδη χείλη βαμμένα με κόκκινο κραγιόν, βλεφαρίδες πνιγμένες στο ρίμελ που πετάριζαν διαρκώς, κόκκινα νύχια χτιστά, σαν αγριόγατα. Δεν είναι ψηλή, παρά τη 15ποντη γόβα, όμως το κορμί της σφριγηλό, όλο πρόκληση. Η σάρκα της ξεχείλιζε μέσα στο στενό μαύρο φουστάνι της. Μάξι, με τεράστιο ντεκολτέ και γυμνή όλη την πλάτη. Ήταν κι ο Ιάκωβος πολύ κομψός για την περίσταση. Με το μπλε κουστούμι του και το λευκό κολλαριστό πουκάμισο. Φρεσκολουσμένα τα πλούσια καστανά του μαλλιά. Καθόταν απέναντί μας στο τραπέζι κι ήταν όλο νάζια και χαμόγελα και τίναζε τα μαλλιά. Σήκωνε το ποτήρι της και όλο «γεια μας». Προσπαθούσα να μη χαλαστώ, ήπια μερικά ποτηράκια, χόρεψα τους δικούς μας τους χορούς  κι ήρθα στο κέφι. Όμως όταν ξεκίνησαν τα τσιφτετέλια, σηκώθηκε η δικιά σου μ’  ένα χορό γεμάτο πρόκληση. Τότε ήταν που σηκώθηκε κι ο Ιάκωβος κι άρχισαν τα αγγίγματα. Κι όσο αυτή λύγιζε το κορμί και κουνιόταν όλο ηδυπάθεια, τόσο αυτός  φούντωνε και κοκκίνιζε. Κι ο Πρόδρομος από δίπλα τι έκανε; Τους καμάρωνε; Άραγε ξέρει τι γυναίκα έχει; Είμαι πλέον σίγουρη πως εκείνη τη νύχτα ‘’ήρθε κι έδεσε το γλυκό’’. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, ούτε που μου μίλησε. Τάχα νύσταζε, μου γύρισε την πλάτη και μέχρι να ξημερώσει αναστέναζε….»

Αναστέναξε κι η Νέλλυ, κοίταξε τη φίλη της με τα υγρά της μάτια και συνέχισε:

«Άλλαξε συμπεριφορά. Άρχισε να λείπει συχνά χωρίς εξηγήσεις. Μου έλεγε ψέματα, ήταν απαιτητικός, απότομος, νευρικός, αφηρημένος. Άρχισα να καταλαβαίνω αλλά γυναίκα του είμαι. Έκανα υπομονή. Με απόφευγε όταν πήγαινα να τον αγκαλιάσω αλλά σκεφτόμουν πως πρέπει να το πάρω απόφαση. Έσβησε η φλόγα, τόσα χρόνια είμαστε μαζί. Τι να πω. Μπορεί να είναι φυσιολογικό για έναν άνδρα να έχει φιλενάδα». 

«Τι είναι αυτά που λες Νέλλυ μου;», αναρωτήθηκε η Ευδοκία, που την άκουγε σιωπηλή. «Έχουν αλλάξει οι καιροί. Είσαι μια χαρά γυναίκα». Όμως την ένιωθε να ψυχορραγεί σε μια ανυπολόγιστη σκληρή αναμέτρηση με τον εαυτό της. Είναι το ‘’ασθενές’’ φύλο.

«Κι όμως έτσι είναι καλή μου», συνέχισε η Νέλλυ:

« Δουλεύω πολύ, γυρίζω κουρασμένη και πρέπει να φροντίζω το σπίτι. Συνήθως με βλέπει απεριποίητη. Το βλέπω στα μάτια του. Δεν με θέλει πια. Όμως τα καλύτερα δεν σου τα έχω πει. Είχα αποφασίσει να μην αντιδράσω. ‘’Που θα πάει; Θα ξεθυμάνει’’, σκεφτόμουν, όταν δέχθηκα το πρώτο τηλεφώνημα με απόκρυψη. Άγνωστη γυναικεία φωνή μου είπε τη φράση: «Ο άνδρας σου σε απατά». Αναστατώθηκα. ‘’Φάρσα είναι’’, είπα. Όμως οι κλήσεις με απόκρυψη συνεχίστηκαν και τώρα η γυναίκα έγινε χυδαία:

«Μόλις έφυγε από το κρεβάτι μου. Αν τον μυρίσεις, μυρίζει εμένα».

«Είμαι έτοιμη γυμνή κι αρωματισμένη και τον περιμένω. Εμένα ποθεί. Θα σε παρατήσει»

Η Νέλλυ σταμάτησε για λίγο. Κοίταζε το σούρουπο που έπεφτε αργά.

«Δεν ξέρω τι να κάνω. Ντρέπομαι αλλά τον αγαπάω και τον θέλω ακόμα. Φοβάμαι να μείνω μόνη μου. Αν τουλάχιστον είχα ένα παιδί».

Η Ευδοκία δεν είχε λόγια να πει.  Άκουγε τον πικρό της μονόλογο χωρίς διακοπή. Κοίταζε το κουρασμένο πρόσωπο μιας μεσόκοπης, σπασμένης, προδομένης γυναίκας που υπέφερε πολύ. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα κι επιστρέφοντας με δυο  φλιτζάνια τίλιο,  είπε χαμηλόφωνα:

«Πιες το να ηρεμίσεις. Το σπίτι είναι ανοιχτό και το ξέρεις. Μείνε μαζί μου απόψε. Είσαι ικανή και μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή. Μην αφήνεις το φόβο να σε κρατάει δέσμια. Εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω, όμως εσύ αποφασίζεις». «Ευχαριστώ», απάντησε και σηκώθηκε. «Θα επιστρέψω στο σπίτι και δεν ξέρω τι θα κάνω. Καληνύχτα». Η Ευδοκία την είδε να χάνεται μέσα στη νύχτα  συντριμμένη, με σκυμμένο το κεφάλι.  Έπρεπε να διαχειριστεί την απιστία του συζύγου της και δεν είχε το σθένος. Μέχρι πρότινος πίστευε πως ήταν σύντροφος και συνοδοιπόρος της. Όμως βρέθηκε να μην ξέρει πια τα πατήματά της στη  ζωή.

            Συνήθως επιστρέφοντας τον έβρισκε με την μπύρα του μπροστά στην τηλεόραση. Δεν της έδινε σημασία. «Έχω πονοκέφαλο», του έλεγε και πήγαινε να ξαπλώσει. Εκείνος πάλι σιωπούσε, έκανε την ‘’πάπια’’, το έπαιζε σε διπλό ταμπλό. Είχε το επάνω χέρι στο γάμο τους. Η Νέλλυ δεν θα αντιδρούσε κι αυτός θα ζούσε το πάθος του μέχρι να ατονήσει.

            Όμως λογάριαζε ‘’χωρίς τον ξενοδόχο’’. Η ζωή είναι τόσο άτιμη κι απρόβλεπτη και γράφει τα δικά της σενάρια. Ο Πρόδρομος είχε αρχίσει να τους υποψιάζεται. Είπε ψέματα στη γυναίκα του πως έχει τάχα επαγγελματικό ταξίδι για να δει με τα μάτια του τι συμβαίνει.  Εκείνο το βράδυ η Νέλλυ τον βρήκε να κλαίει μπροστά στην τηλεόραση. Ήταν αναμαλλιασμένος, με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του. Τα άδεια μπουκάλια μπύρας στο τραπεζάκι, μαρτυρούσαν πως είχε πιει πολύ. Τον κοίταζε ταραγμένη. Πήγε κοντά του: «Ιάκωβε, τι συμβαίνει;», τον ρώτησε μουδιασμένη. Τον βοήθησε να σηκωθεί, τον πήγε στο μπάνιο να πλυθεί, του έφτιαξε πικρό καφέ να συνέλθει.

«Νέλλυ τέλειωσε η ζωή μου», ψιθύρισε ξέπνοα όταν συνήλθε. « Ο Πρόδρομος μας έπιασε με τη Μαρίκα στο κρεβάτι. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, έπεσε αναίσθητος εκεί μπροστά μας. Ντρέπομαι Νέλλυ. Πρόδωσα τον καλύτερό μου φίλο, το στήριγμά μου. Πρόδωσα κι εσένα τη γυναίκα που μ ’αγάπησε περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. Δε σεβάστηκα τίποτα». Έσπασε η φωνή του κι άρχισε να κλαίει πάλι με λυγμούς. «Τώρα, που είναι τώρα ο Πρόδρομος;», τον ρώτησε. «Στην εντατική του ΑΧΕΠΑ με βαρύ εγκεφαλικό. Πεθαίνει ο φίλος μου Νέλλυ κι εγώ καταστράφηκα».  «Σώπασε, ο Θεός είναι μεγάλος». Τι μπορούσε να του πει; Δεν είχε λόγια να τον παρηγορήσει. Πήρε μονάχα το κεφάλι του στα χέρια της: « Όλα περνάνε καλέ μου», μουρμούριζε, σαν νανούρισμα, σαν μοιρολόι. Δυο μέρες μετά έφυγε ο Πρόδρομος από τον μάταιο τούτο κόσμο. Τον κήδεψαν κι ύστερα ο κόσμος του Πρόδρομου μίκρυνε. Έμενε κλεισμένος μέσα στο σπίτι, σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά. «Κατάθλιψη», τους είπε ο γιατρός που τον πήγε η Νέλλυ με το ζόρι. «Πρέπει να πάρεις τα φάρμακα για να συνέλθεις. Να βγαίνεις έξω στον ήλιο», του έλεγε. Εκείνος δεν αντιδρούσε, άφηνε τα σκοτάδια να τον κατακλύζουν.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Νέλλυ ένα μεσημέρι καθώς σιδέρωνε στο σπίτι μιας κυρίας, έπεσε λιπόθυμη. Ευτυχώς που η οικοδέσποινα είχε επιστρέψει και της έδωσε τις πρώτες βοήθειες. Συνήλθε αμέσως. «Συγγνώμη, δεν κατάλαβα τι έπαθα. Έχασα τον κόσμο». «Τι συγγνώμη Νέλλυ μου; Σε βλέπουμε χλωμή κι αδυνατισμένη τελευταία», είπε η κυρία και την έβαλε να ξαπλώσει και της έδωσε με το ζόρι πορτοκαλάδα» «Ευχαριστώ για όλα». «Πρέπει να έχεις πάθει υπερκόπωση».

            Δεν είχε υπερκόπωση η Νέλλυ. Οι πρώτες εξετάσεις έβαλαν την υπόνοια και ο ενδελεχής έλεγχος που έγινε σε αιματολογική κλινική έθεσε τη διάγνωση του λεμφώματος, μιας μορφής καρκίνου του αίματος. Όταν οι γιατροί την ενημέρωσαν είπε με στωικότητα: «Εγώ θα κάνω ότι χρειαστεί. Είμαι στα χέρια σας και στα χέρια του Θεού». Ο Ιάκωβος όμως εκείνη τη νύχτα έχασε όλα σχεδόν τα μαλλιά του. Δεν έφευγε από κοντά της. Κι όταν δεν του επιτρεπόταν ήταν στο προαύλιο του νοσοκομείου, όλη τη  διάρκεια της θεραπείας της. Ευτυχώς ο  οργανισμός της αντιδρούσε καλά παρά  τις παρενέργειες των φαρμάκων. Η Ευδοκία ήταν κι αυτή συνέχεια δίπλα της και την στήριζε όπως μπορούσε. Όπως και όλες οι  φίλες της ήταν συναισθηματικά παρούσες και την βοηθούσαν με όποιο τρόπο μπορούσε η καθεμιά.  Η Νέλλυ ζήτησε  ένα μπλοκ και μολύβια για να σχεδιάζει, όποτε δεν ήταν πολύ καταβεβλημένη. Και τις νύχτες μέχρι ν’ αποκοιμηθεί αναζητούσε το Θεό μέσα στις προσευχές της  κι έπαιρνε δύναμη.

            Όπως αποδείχθηκε, είχε πολλή κρυμμένη δύναμη στην ψυχή της. Με τη βοήθεια της επιστήμης  έγινε καλά. Η περιπέτεια της υγείας της την έφερε κοντά στον εαυτό της κι άλλαξε πολύ εσωτερικά. Όταν επέστρεψε στην κανονική ζωή, σταματήσει να είναι οικιακή βοηθός. Αξιοποιώντας το ταλέντο και με την εργατικότητά της, έστησε  με υπομονή ένα μικρό εργαστήριο ραπτικής. Οι φίλες της την στήριξαν, όχι μόνο αγοράζοντας τα πουκάμισα και τις μπλούζες της, αλλά βοηθώντας την να τα δίνει σε καταστήματα. Μάλιστα, μια νεαρή της πελάτισσα, προγραμματίστρια υπολογιστών, δημιούργησε το πρώτο της ηλεκτρονικό κατάστημα.  Ο Ιάκωβος άλλαξε κι αυτός. Έμεινε δίπλα της μετανοιωμένος και γερασμένος πρόωρα. Κι εκείνη, μια ‘’ψυχή μαγεμένη’’ τον συγχώρεσε και συνέχισε να τον φροντίζει και να τον αγαπά. Τα κουτσομπολιά έλεγαν πως η Μαρίκα, εύθυμε χήρα, ξεμυάλισε έναν ευκατάστατο κύριο που δραστηριοποιούνταν   στη Βουλγαρία και έφυγε από την πόλη. 

            Η Νέλλυ, μια ώριμη πλέον γυναίκα, πατούσε γερά στα πόδια της, είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Το πρόσωπό της γλύκανε και πλημμύρισε από το φως της ψυχής της. Διδάχθηκε πως μέσα στις ανατροπές της ζωής αυτός που συγχωράει είναι αληθινά δυνατός κι αυτός που καταφέρνει να ξεχάσει ο πιο ευτυχισμένος. Εκείνη δε ξέχασε, όμως συγχώρεσε. Δεν ξέχασε, αλλά δεν ξύνει τις πληγές, άφησε πίσω της το παρελθόν. Ζούσε στο σήμερα κι έβλεπε ορίζοντες ανοιχτούς. «Η αγάπη είναι μια ατέλειωτη συγχώρεση, ένα βλέμμα βαθύ, ένα χαμόγελο», της άρεσε να λέει.

            Από το  ραδιόφωνο ακουγόταν  «το ταγκό της Νεφέλης», όταν χτύπησε το κουδούνι.  Έτρεξε ανυπόμονα  με ανοιχτή την αγκαλιά της.

Προτεινόμενα Άρθρα