Γράμμα ενός παιδιού που δεν γεννήθηκε ποτέ

Αγαπημένη μικρή μανούλα                                                                                                    

 Δεν σου πέρασε ποτέ απ’ το νου πως σε παρακολουθώ. Σε βλέπω να προχωράς μέσα στα χρόνια. Έτσι είναι, όπως τ’ ακούς. Γνωρίζω τη ζωή σου λεπτό προς λεπτό. Κάθε φορά που βρίσκεσαι σε απόγνωση, κλυδωνίζομαι κι εγώ.

Το ξέρω……Δεν μπορείς καν να το φανταστείς γλυκιά μου μαμά. Όχι, όχι, Προς Θεού! Δεν ειρωνεύομαι. Σε νιώθω, δεν ξέρω πως. Κι εσύ κάποιες φορές γυρίζεις πίσω σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή και θυμάσαι το γιό σου που δεν ήταν γραφτό να γεννηθεί. Ήμουν γιός, το έμαθες όταν πλέον ήμουν νεκρός. Όμως,  δεν υπάρχει αμφιβολία πως με ονειρευόταν αγόρι πολλά άτομα από την οικογένεια. Εσύ δεν πίστευες ποτέ πως τα αρσενικά υπερέχουν, πως έχουν μεγαλύτερη αξία. Ήσουν αποφασισμένη να αγαπήσεις εκείνο το παιδί…..

 Συγχώρεσέ με  μαμά γι’ αυτή την ερώτηση: «Γιατί αποφάσισες να με γεννήσεις;»

Έχεις άραγε το θάρρος να μου απαντήσεις με ειλικρίνεια; Η αλήθεια πονάει, όμως σκέψου:

« Μήπως φοβήθηκες να πας στο γιατρό για να με αφαιρέσει;»

Το είχες ξανακάνει ένα χρόνο πριν από τη δική μου σύλληψη και είχες πονέσει πολύ. Θυμάσαι; Θυμάσαι τους καλοθελητές, τη θεία σου, κάποια ξαδέρφη, τη μάνα σου την ίδια που σου είπε θυμωμένη: ‘’Δωσ’ το δρόμο’’. Πόσο πολύ την είχες μισήσει τότε. Μετά άλλαξε, μαλάκωσε, μας αγάπησε, αλλά ήταν αργά.

Πόσο πολύ δυσκολευόσουν τον πρώτο καιρό. Παραδέξου το, τα συναισθήματά σου δεν ήταν σταθερά. Άλλοτε ήσουν χαρούμενη κι άλλοτε πάλι ένιωθες θυμό, άγχος, αγωνία και λύπη. Ύστερα όμως γίναμε ένα. Εσύ κι εγώ. Θυμάσαι που μου μιλούσες τα βράδια; Θυμάσαι τα λόγια σου: ‘’ εμείς θα τα καταφέρουμε. Θα είμαστε πάντα μαζί’’. Όμως ήταν πολλές οι δυσκολίες.   Από πού να ξεκινήσω…. Έπρεπε να τελειώσεις τις σπουδές σου, να έχεις δικό σου πορτοφόλι Ζούσες με τους γονείς χωρίς δικά σου χρήματα, τι να λέμε; Κάποιες στιγμές λύγιζες, όμως συνέχιζες να μου λες πως θα είναι η ζωή μας και μου δίνεις κουράγιο. Στην πραγματικότητα τους φόβους σου ήθελες να ξορκίσεις για να πάρεις δύναμη,

Αχ βρε μάνα. Ήθελα τόσο πολύ να γεννηθώ, να γνωρίσω τη ζωή. Το ξέρω πως ο κόσμος ήταν και παραμένει άδικος. Όμως ήθελα να μου δώσεις την ευκαιρία να τον γνωρίσω. Για ν’ αγωνιστώ, να δημιουργήσω, ν’ αγαπήσω, να ζήσω. Δεν τα κατάφερα. Αναρωτιόμουν συχνά αν έφταιγες. Ναι με φρόντιζες καθώς  περπατούσαμε, φοβόσουν μη σκοντάψουμε. Κι ύστερα στο σπίτι κρατούσες αγκαλιά την κοιλιά σου κι εγώ ένα σποράκι τόσο δα. Τα βράδια μου μιλούσες. Έλεγες πως θα μ’ αγαπούσες μ’ εκείνη την αγάπη που εσύ δεν πήρες… όμως…

Μπορεί και να έφταιγες…. Δεν πρόσεχες βρε μάνα. Ο γιατρός σου είπε να ξεκουράζεσαι. Δεν τον άκουσες κι έτρεχες στα καθήκοντά σου, ήθελες να τελειώνεις με τις σπουδές. Κι εκείνο το ταξίδι με το τραίνο στη γενέτειρα του πατέρα τι το ήθελες; Ναι, σε καταλαβαίνω, ήθελες να τα ξέρεις όλα από πρώτο χέρι, ήθελες ν ’ακούσεις από τους δικούς του πως πρέπει να με ξεφορτωθείς.  Για να τους σιχαθείς δια βίου και να φύγεις τρέχοντας.

Ύστερα, όταν όλα άρχισαν να στρώνουν κι εσύ μανούλα να νιώθεις καλύτερα, εγώ σταμάτησα να μεγαλώνω. Τι έγινε και σταμάτησε η καρδιά μου; Ο γιατρός το υποπτεύτηκε κι όταν σιγουρεύτηκε σου είπε με ύφος αυστηρά επαγγελματικό πως εγώ είμαι πεθαμένος και πως κινδυνεύεις κι εσύ να πεθάνεις αν δεν με αφαιρέσεις.

Σ’ άκουγα να λες: « Γιατρέ δεν μπορεί να συμβαίνει σε μένα. Είμαστε τόσο καλά».

Πήγαμε μαζί, εσύ κι εγώ σε πολλούς γιατρούς. Στους καλύτερους καθηγητές.

Εγώ ήμουν πεθαμένος κι εσύ θα πέθαινες από σήψη αν συνέχιζα να μένω μέσα σου.

Μεγάλη Παρασκευή ήταν κι ερχόταν η Ανάσταση. Κι εσύ ήσουνα καλά κι έλπιζες… Τι αλήθεια;

Τη Δεύτερη μέρα εκείνης της πένθιμης Λαμπρής μας πήγαν με το ζόρι στο Νοσοκομείο για την επέμβαση.

Φοβόσουν…Πολύ.

Όταν ξύπνησες από τη νάρκωση, κατάλαβες ότι είχαμε αποχωριστεί. Τέσσερις μήνες και κάτι μαζί δεν ήταν λίγοι.

Ξεκίνησε ο θρήνος. Τι θρηνούσες; Εμένα που έχασες; Την απώλεια; τη ζωή σου που σακατευόταν; Μια μαύρη πέτρα βαριά είχε εγκατασταθεί στο στήθος σου. Υπέφερες. Πονούσες. Κάτω απ’ το μαξιλάρι σου είχες εκείνο το βιβλίο που το διάβαζες κρυφά.

«Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ». Το διάβαζες και θρηνούσες.

Το βιβλίο το είχε γράψει μια σπουδαία γυναίκα, μια αγωνίστρια. Εσύ τότε τι ήσουν; έψαχνες να βρεις την ταυτότητά σου. Όχι, δεν σε κρίνω. Δεν θέλω να σε κάνω πάλι να κλαις.

Όταν τελείωσες το βιβλίο – Θυμάσαι; – κατάλαβες πως ‘’ ο πόνος δεν είναι το αλάτι της ζωής’’ και πως ‘’ η ευτυχία υπάρχει μέσα στην αναζήτηση της ευτυχίας’’. Κατάλαβες πως τη ζωή πρέπει να ζήσεις με τις φουρτούνες και τις ανατροπές της,

Σηκώθηκες και προχώρησες.

Το νιώθω πως με θυμάσαι μετά από τόσα χρόνια. Κάποιες φορές αναρωτιέσαι πως θα ήταν η ζωή σου μαζί μου.

Άξιζε τον κόπο και για μένα εκείνη η διαδρομή με τίμημα τον πόνο και τον θάνατο. Όσο για σένα μητέρα, όπως είναι γραμμένο σ’ εκείνο το βιβλίο: «Υπάρχει ΖΩΗ και η ΖΩΗ δεν πεθαίνει ποτέ»

Εγώ

Ένα μικρούλι φως κρυμμένο στα σύννεφα

Ο μοναδικός σου γιος

Αυτός που δεν γεννήθηκε ποτέ

30/10/2023

Βάσω Σίδη

Προτεινόμενα Άρθρα