«Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ’ αγαπώ και μία συγγνώμη» (Μ. Λουντέμης) Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε τα φωτισμένα μπαλκόνια στη γειτονιά της. Οι χρυσαφιές αντανακλάσεις τους τρεμόπαιζαν στη συστάδα των
Όσοι αγαπιούνται και νεκροί ποτέ τους δεν πεθαίνουν (Γιάννης Ρίτσος – Επιτάφιος)
Στη μνήμη της
Ονειρεύτηκα πως ήμουν σε ένα ξωκλήσι. Θαμπό ξημέρωμα, έμπαινε το πρώτο φως της μέρας απ’ τα μικρά/θολωτά παράθυρα. Δεν ήμουν μόνη. Αισθάνθηκα την αύρα σου, μύρισα την ευωδιά σου, ανακατεμένη με τη μυρωδιά του κεριού.
Το ελπίζει ο Θεός πως τουλάχιστον μες στους λυγμούς των ποιητών δε θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Κι εκεί, στη χριστουγεννιάτικη παραζάλη της επιβαλλόμενης εξωστρέφειας μια παλιά ιστορία, ασπρόμαυρη, με μνήμες σκονισμένες, χτύπησε την πόρτα μου.
Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί Γιώργος Σεφέρης.
Διάβασε το όνομά της κάποιο βράδυ που έκανε το καθιερωμένο της σεργιάνι στο διαδίκτυο. Βράδυ χειμωνιάτικο, κρύο και μελαγχολικό.