Μια φωνή

 [ Αντί για μνημόσυνο]

[Νυχτώνει. Απ’ έξω ακούγονται μονάχα κάποια αυτοκίνητα που κορνάρουν. Είναι ένα μικρό διαμέρισμα σε μια παλιά πολυκατοικία που γερνά.    Απ’ το παράθυρο του σαλονιού φαίνεται ένα σκοτεινό κομμάτι ουρανού. Ένα  λαμπατέρ φωτίζει την κάμαρη. Σε μια παλιά σερβάντα κάποιες φωτογραφίες. Δεσπόζει το ασπρόμαυρο πορτραίτο του ώριμου άνδρα με το όμορφο χαμόγελο. Η ηλικιωμένη γυναίκα κάθεται στην πολυθρόνα απέναντι από την τηλεόραση. Έχει άσπρα σπαστά μαλλιά που πλαισιώνουν ένα λεπτό πρόσωπο. Το βλέμμα της νυχτωμένο κι αυτό, το σκιάζουν τα ματογυάλια της. Τα σφιγμένα της χείλη της κάνουν την έκφρασή την θυμωμένη. «Τι ώρα πήγε;», αναρωτιέται φωναχτά τη στιγμή που χτυπάει το τηλέφωνο. Της έχουν αγοράσει μια ασύρματη συσκευή για να μην μετακινείται. «Ποιος νάναι πάλι;», ψιθυρίζει εκνευρισμένη καθώς ανοίγει τη συσκευή. «Εμπρός», η φωνή της είναι δυνατή και ο τόνος της κάπως νεανικός..]

«Ναι….ποιος είναι; Αααα εσύ είσαι παιδί μου. Τι κάνω; Ότι κάνω κάθε βράδυ. Συντροφιά με την τηλεόραση. Εσύ πως είσαι; Καταλαβαίνω, είσαι κουρασμένη όπως πάντα. Ακούγομαι παράξενα; Όχι, καλά είμαι… Μην επιμένεις, άντε καληνύχτα παιδί μου. Να ξεκουραστείς.»

Άφησε το ακουστικό κι άνοιξε τον ήχο της τηλεόρασης. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.

«Ναι…εσύ είσαι πάλι. Ακούγομαι κάπως λες…Μια χαρά είμαι. Όλο το απόγευμα είχα συντροφιά. Γιατί με ρωτάς ποιους μάζεψα πάλι. Εμένα όλοι με αγαπούν. Ήταν η φίλη μου η  Θοδώρα και τα λέγαμε. Τι να κάνουμε κόρη μου, αυτή η κουτσομπόλα μου απόμεινε. Η Διαμάντω μας άφησε χρόνους κι η Σπυριδούλα κι η Καλιρρόη. Η Θοδώρα από τον δεύτερο έρχεται για κανέναν καφέ. Έχει κι αυτή τα θέματά της με τον άνδρα της που τη βρίζει απ’ το πρωί ως το βράδυ. Τι λες; Πως σίγουρα έχει κατάθλιψη;  Ποιος καλέ, η Θοδώρα; Αποκλείεται, αυτή κατηγορεί όλο τον κόσμο και περιμένει πότε θα ψοφήσει ο τρισκατάρατος να γλιτώσει. Έτσι λέει. Παιδί μου δίκαιο έχεις, όλοι οι γέροι κατάθλιψη έχουμε. Ήρθε κι η Φωφώκα, η εύθυμη χήρα καλέ. Κι ο Ανδρέας ο Κοσοβάρος από τη διπλανή πολυκατοικία. Α ναι.. Κι ο Γιώργος από την εκκλησία με την Αναστασία.. Να μπορούσες να δεις  πως τον κοίταζε. Ξεμωράθηκε κι αυτή.  Αν είχα σουαρέ ρωτάς… Όχι κορίτσι μου.

Αχ παιδί μου, μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι για να μου συμπαρασταθούν.  Γιατί τρόμαξε πολύ η μάνα σου. Κάτι μου συνέβη το  μεσημέρι. Όχι δεν λιποθύμησα, δεν ανέβασα πίεση. Κάτι άλλο συνέβη, είπα να μη στο πω, να στο κρύψω. Ντρέπομαι, αυτά που κοροϊδεύω τα λούστηκα. Μη μου φωνάζεις, ηρέμησε. Επέστρεφα από το ΚΑΠΗ, είχα αγοράσει φρέσκο ψωμί και λίγα μήλα. Τον συνάντησα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ήταν ένας καλοντυμένος νέος άνδρας γύρω στα σαράντα που μου χαμογέλασε σα να με γνώριζε. ‘’Να σας βοηθήσω με τα ψώνια’’, μου είπε. ‘’Δεν είναι ανάγκη’’ απάντησα. Μ’ ακολούθησε στο ασανσέρ. ‘’Σε ποιον πας παιδάκι μου;’’ ρώτησα. ‘’Στο σπίτι σου γιαγιά, γιατί έχω έγγραφα του παιδιού σου’’. ‘’Τι έγγραφα, δεν καταλαβαίνω’’ απάντησα, ενώ το ασανσέρ σταμάτησε στον όροφό μου. Βγήκαμε μαζί. Άρχισα ν ’αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Ερημιά στο διάδρομο, κανένας θόρυβος. Δεν έβγαινε η φωνή μου. Ξεκλείδωσα και μπήκα στο χολ. Η εξώπορτα μισάνοιχτη. ‘’Τι θέλεις;’’ τον ρώτησα κι η φωνή μου έσπασε. ‘’Πεντακόσια ευρώ γιαγιά’’. ‘’Που να τα βρω παλικάρι μου. Χαμηλή είναι η σύνταξη’’ . Είχα αρχίσει να τρέμω. Έλεγα το πάτερ ημών βουβά, όταν άκουσα βήματα στις σκάλες. Τότε κατάφερα να φωνάξω: ‘’Νεόφυτε’’. Που τη βρήκα τη δύναμη; ‘’Τι έπαθες γιαγιά;’’, αποκρίθηκε ο νεαρός φοιτητής που μένει δίπλα.  Ο άνδρας έκανε μεταβολή και το έβαλε στα πόδια. Κύριε, έκανα το σταυρό μου μπροστά στο εικονοστάσι. Εσύ Μεγαλοδύναμε με προστάτεψες. Άρχισα να κλαίω. Ήρθε ο Νεόφυτος μου μέτρησε την πίεση.  Κάθισε λίγο μαζί μου. Τηλεφώνησε στη Θοδώρα, τη Φωφώ… όλη η γειτονιά το έμαθε.  

Που είσαι; Έκλεισες ή έπεσε η γραμμή; Μη με ρωτήσεις γιατί δεν σου τηλεφώνησα. Ντρεπόμουν, δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω στη δουλειά σου. Τρόμαξες εεε; Γι’ αυτό δεν σε αναζήτησα, δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Τώρα, πάει πέρασε. Το καταλαβαίνω, μη μου φωνάζεις.  Μπορούσε να με ληστέψει, να με χτυπήσει, να με κακοποιήσει. Είδες, δεν έγινε τίποτε. Είναι καλός άνθρωπος η μάνα σου, έχει φύλακα άγγελο. Γ’ αυτό δεν ήθελα να σου το πω. Το ξέρω πως ταράζεσαι κι αρχίζεις το κήρυγμα. Τους γνωρίζω τους κινδύνους που ελλοχεύουν τις μέρες μας. Έχουν περισσέψει οι κακοποιοί και στοχεύουν συχνά ηλικιωμένους. Φταίει η μοναξιά και η ανάγκη για επικοινωνία που μας κάνει τόσο ευάλωτους.

Ναι κόρη μου, στο υπόσχομαι. Από δω και πέρα θα είμαι προσεκτική, δεν θα πιάνω την κουβέντα με αγνώστους. Είμαι λες έξυπνη, έτσι λες. Ήμουν κόρη μου…Κάποτε ήμουν τετραπέρατη, δυναμική, μπορούσα περήφανα ν ’αναμετρηθώ με όποιον προσπαθούμε να βλάψει εμένα ή τη φαμίλια μου. Τώρα δεν είμαι πια ούτε σκληρή ούτε εγωίστρια. Μια ανήμπορη γερασμένη γυναίκα είμαι.  Τώρα τα έχει χάσει η μάνα σου, γέρασε. Στα είπα όλα. Ναι θα πάρω το ηρεμιστικό μου και θα κοιμηθώ νωρίς. Καληνύχτα ψυχή μου…».

[Απόσπασμα από τον κύκλο διηγημάτων με τίτλο: ΟΙ ΦΩΝΕΣ]

Έξι χρόνια πέρασαν από το παγωμένο χάραμα εκείνου του Φλεβάρη που αναχώρησες αθόρυβα για τη γειτονιά των αγγέλων. Πόνεσα, αναμετρήθηκα με την ψυχή μου. Τώρα υπάρχει μια θλίψη γλυκιά γεμάτη θύμισες. Όμως τη μάνα είτε την έχεις είτε δεν την έχεις, θα είναι πάντα εκεί, στην καρδιά σου.

28 Φλεβάρη 2024

Προτεινόμενα Άρθρα